Καλωσορίσατε στην Kritiki GR!



Widows (2018)

Σχετική εικόνα 

(Από τον Πάνο Λιάκο)

Πέντε χρόνια μετά το θρίαμβό του με την ταινία 12 χρόνια σκλάβος που του χάρισε και Όσκαρ καλύτερης ταινίας, ο Στιβ ΜακΚουήν επανέρχεται βάζοντας τη σκηνοθετική του υπογραφή σε ένα έργο που βασίζεται σε μια μίνι τηλεοπτική σειρά της Λίντα Λα Πλάντε από το 1983. Ως εκ τούτου, το σενάριο εκ διασκευής των σύγχρονων Χήρων υπογράφει ο ΜακΚουήν μαζί με τη Τζίλιαν Φλιν, συγγραφέα του βιβλίου αλλά και του σεναρίου του Gone Girl που πριν από τέσσερα χρόνια παρακολουθούσαμε στην τσίτα. 
Πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο σενάριο που εστιάζει τελικά την προσοχή του θεατή σε τέσσερις γυναίκες που μένουν χήρες έπειτα από την τελευταία αποτυχημένη απόπειρα ληστείας των ανδρών τους. Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία αυτού του σεναρίου είναι το γεγονός ότι δεν διαθέτει πάντα γραμμική αφήγηση, ανακατεύει τα είδη (ψυχολογικό δράμα, πολιτικό θρίλερ, heist movie με τη ζυγαριά να γέρνει ελαφρώς υπέρ του δράματος) και όμως με ευκολία μπαίνει από τη μια ιστορία στην άλλη. Διότι δεν είναι μονάχα αυτές οι γυναίκες που πρέπει να βρουν τη δύναμη να συνεχίσουν την τελευταία δουλειά των ανδρών τους αλλά σταδιακά μαθαίνουμε πώς μπλέκεται και η διαφθορά των πολιτικών- είτε λευκών (Κόλιν Φάρελ και Ρόμπερτ Ντυβάλ φτιάχνουν ένα δυνατό ζευγάρι πατέρα και γιου) είτε μαύρων, ενίοτε και της εκκλησίας- μέσα σε όλο αυτό. 


Μπροστάρισσα αυτής της γυναικείας αποστολής αναλαμβάνει η σύζυγος του εκλιπόντος αρχηγού (σε αυτό τον υποστηρικτικό ανδρικό ρόλο ο Λίαμ Νίσον) που έχει τη μορφή της Βαιόλα Ντέιβις. Προτού προχωρήσουμε σε άλλη μια εξύμνηση αυτής της σπάνιας ηθοποιού, θα πρέπει οπωσδήποτε να καταθέσουμε ότι και οι υπόλοιπες γυναίκες που την πλαισιώνουν δεν φαίνονται καθόλου κατώτερες ερμηνευτικά- η κάθε μια έχει προσεχθεί στην εντέλεια από το σενάριο και έτσι όλες διαθέτουν τις μεγάλες σκηνές τους. Χαίρεσαι πραγματικά να βλέπεις το είδωλό σου από τις περιπέτειες που παρακολουθούσες στα εφηβικά σου χρόνια, Μισέλ Ροντρίγκεζ, σε μια δραματική ερμηνεία που περνά από το θρήνο στη γυναικεία καπατσοσύνη (η σκηνή της κατά τη γνώμη μας είναι εκείνη όπου υποκρίνεται τη θλιμμένη χήρα για να αποσπάσει μια πληροφορία για την επιχείρηση που στήνουν αλλά τα δάκρυα ίσως κάπου στο βάθος και να μην είναι τόσο κροκοδείλια). Το ίδιο θαυμάζεις το ρόλο της Ελίζαμπεθ Ντεμπίτσκι όπου μέσα από όλη αυτή την περιπέτεια θα καταφέρει να βρει τον εαυτό της και να ξεπεράσει τις αδυναμίες της (η τελευταία της σκηνή με τον εραστή!).

Ξεχωριστή αναφορά για τη Βαιόλα Ντέιβις. Όπως όλοι οι ηθοποιοί που έχουν τελειοποιήσει τα εκφραστικά τους μέσα, έτσι κι αυτή κινείται με λιτότητα και χειρουργική ακρίβεια από το ένα συναίσθημα που πρέπει να αποδώσει στο άλλο διατηρώντας όμως καθ' όλη τη διάρκεια του έργου μια σοβαρή μάσκα στο πρόσωπό της. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε το παρελθόν αυτής της ηρωίδας όπως αυτό προκύπτει από το σενάριο φυσικά. Έχει χάσει άνδρα, σε ένα εξαίσιο φλας μπακ (λέγε με σενάριο που υπαγορεύει και μοντάζ) μαθαίνουμε ότι έχει χάσει και γιο ενώ πρέπει να δειχθεί σκληροτράχηλη ως αρχηγός της γυναικείας συμμορίας... προτού μας δώσει εκείνη την πολύ όμορφη σκηνή αληθινού γέλιου, γέλιου από καρδιάς, στο τελευταίο πλάνο της ταινίας που δηλώνει και την αλλαγή στην ψυχική διάθεση της (αριστοτελικής εν τέλει) ηρωίδας.

 Από το υπόλοιπο καστ θα ξεχωρίζαμε στα σίγουρα το Ντάνιελ Καλούα. Πέρυσι τον είδαμε στη πεντάδα της Ακαδημίας για το Όσκαρ του Πρώτου Ανδρικού ρόλου (με αφορμή την ερμηνεία του στο Get Out). Σχετικά με τη φετινή χρονιά πιστεύουμε ότι η ερμηνεία του στις Χήρες δεν θα περάσει απαρατήρητη από τα μέλη της Ακαδημίας-άσχετα με το εάν θα καταλήξει στη πεντάδα. Αυτή τη φορά πρόκειται για έναν υποστηρικτικό ανδρικό ρόλο. Εδώ ο Καλούα είναι ένας από τους κακούς της υπόθεσης, εκτελεστής μεγάλου (πολιτικού) αφεντικού επί της ουσίας. Ήδη από την πρώτη του σκηνή- που είναι ένα βλέμμα γεμάτο σεξουαλική ένταση προς τη γραμματέα του Κόλιν Φάρελ- ο ταλαντούχος ηθοποιός μας δίνει να καταλάβουμε σαφέστατα το ποιόν αυτού του χαρακτήρα. Κι από εκεί και πέρα υπάρχουν και άλλες τρομακτικές σκηνές του, όπως η εκτέλεση δύο έγχρωμων αφού πρώτα τους βάλει να τραγουδήσουν ξανά το ραπ σκοπό που τραγουδούσαν στην αρχή της σεκάνς. Εδώ- για να παρατηρούμε και πώς φτιάχνεται το σινεμά- να δείτε πώς συντονίζονται σενάριο-κινήσεις της κάμερας και ήχος δημιουργώντας  ακόμα περισσότερο σασπένς...




Συνέντευξη με το Βαγγέλη Μουρίκη, από τους Χριστίνα Καλογεροπούλου-Πάνο Λιάκο

Ο πιο σημαντικός ηθοποιός του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου είναι ο Βαγγέλης Μουρίκης. Από το »Βασιλιά» και τις ταινίες του Οικονομίδη »Μαχαιροβγάλτης» και το »Μικρό ψάρι» μέχρι την πρόσφατη εμφάνισή του στην ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ »Νορβηγία». Πάντα μας εκπλήσσει και μας καθηλώνει.

Το φιλμ του Βεσλεμέ είναι η ιστορία ενός βρυκόλακα με το όνομα Ζανό τον οποίο και υποδύεται ο Μουρίκης. Ένας χαρακτήρας που όλο χορεύει -»Αν σταματήσω να χορεύω, θα σταματήσει και η καρδιά μου» παραδέχεται- και παράλληλα κινείται σαν μια μαριονέτα του κουκλοθεάτρου ανάμεσα στο πηγαίο χιούμορ και την υπαρξιακή τραγωδία. Εντελώς πειραματική η ταινία του Βεσλεμέ -όσοι περιμένετε να δείτε μια κλασική ταινία βρυκολάκων θα απογοητευτείτε σίγουρα- που διαδραματίζεται στη δεκαετία του ’80, μια δεκαετία ξέφρενη και με το ΠΑΣΟΚ στα ηνία της χώρας. Καλοδεχούμενη η αγάπη που δείχνει ο Βεσλεμές σε μουσικές και ταινίες από εκείνη τη δεκαετία (άλλωστε κάποιους αυτοσαρκαστικούς ρόλους κρατούν εδώ ο Μάρκος Λεζές και η Σόφη Ζανίνου).
Δώστε προσοχή : η ταινία θα παιχτεί τα Σάββατα 3,10,17 και 24 Ιανουαρίου αποκλειστικά στο Άστυ σε μεταμεσονύχτιες (γουστάρω!) προβολές.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Πάνος Λιάκος


Ασχολείσαι κυρίως με τον κινηματογράφο. Δεν θέλησες ποτέ να ασχοληθείς με την τηλεόραση και το θέατρο;

Ο κινηματογράφος με ενδιαφέρει σαν μέσο έκφρασης, σαν κόσμος και τρόπος κατασκευής. Το συναίσθημα που υπάρχει στα γυρίσματα κάτι μου δίνει. Έτυχε να βρίσκομαι ανακατεμένος με ταινίες αρκετά συχνά και έγινε από μόνο του. Δεν ξύπνησα ένα πρωί και είπα ‘’θα κάνω μόνο σινεμά’’. Κατά ένα τρόπο το οδηγείς κι εσύ αλλά σε οδηγεί και το ίδιο. Έχει μια ησυχία το σινεμά στην προπαραγωγή του και μια μεγάλη φασαρία και ένταση στην παραγωγή του. Και φυσικά χρειάζεται φαντασία σε διάφορους τομείς στο μεταπαραγωγικό στάδιο το οποίο ανήκει σε άλλους ανθρώπους που βάζουν τη δική τους φαντασία να δουλέψει και να βοηθήσει αυτό που έχεις κάνει εσύ.

Πως επιλέγεις τους ρόλους που θα παίξεις;

Όλα ξεκινάνε από το σενάριο -αν μιλάει για πράγματα που μπορεί να απασχολούνε εμένα ως Βαγγέλη. Αμέσως μετά είναι αυτός που θα σκηνοθετήσει. Το να καταλάβω ότι ο άνθρωπος που έχω μπροστά μου είναι κάποιος με τον οποίο μπορούμε να συνεννοηθούμε και να έχουμε μια κοινή πορεία. Γιατί κακά τα ψέματα, ο κινηματογράφος που κάνουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν είναι ένας κινηματογράφος του Χόλιγουντ, όπου θα σε φωνάξει ένας ‘’ατζέντης’’ να πας να παίξεις σε μια ταινία, να πάρεις τα λεφτά και τέλος. Υπάρχουν και σενάρια σαν αυτό της ‘’Νορβηγίας’’ που κινούνται σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο. Μιλά για έναν ήρωα που θέλει να χορεύει, έχει καταλάβει ότι άμα σταματήσει να χορεύει, θα πεθάνει –κάτι που έχει και ένα δεύτερο νόημα. Ξαφνικά λέει ‘’δεν σας χαρίζω τίποτα’’, ‘’υπάρχουν και άνθρωποι που χορεύουν και κάτω απ’τον τάφο’’.

Πως σου φάνηκε η συνεργασία με ένα πολύ νεώτερο σκηνοθέτη;

Τον Βεσλεμέ δεν τον ήξερα σαν άνθρωπο. Είναι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, μουσικός, κινηματογραφιστής, ασχολείται και με τα σκηνικά. Είμαι σίγουρος ότι μπορεί να συνεχίσει έτσι κι ακόμα καλύτερα. Αυτά με τα ‘’νεώτερος’’, ‘’συνομήλικος’’ δεν τα πιστεύω καθόλου. Πιστεύω σε ανθρώπους οι οποίοι είναι ενεργοί και ζωντανοί. Υπάρχουν 20άρηδες που έχουν πάρει ήδη σύνταξη και 80άρηδες οι οποίοι θα πάνε κλοτσώντας στον τάφο.

Πως ένιωσες που ο κόσμος αγκάλιασε αμέσως τη ‘’Νορβηγία’’;

Ήταν πολύ ευχάριστο πράγμα για μένα, από πολλές απόψεις. Ήταν ένα εγχείρημα το οποίο πιστεύαμε από την αρχή ότι θα αναγνωριζότα στο εξωτερικό (η ταινία έπαιξε στο επίσημο διαγωνιστικό στο περσινό φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι όπως και σε φεστιβάλ του φανταστικού στην Αμερική όπου προκάλεσε αίσθηση). Γράφτηκαν πράγματα που μας άφησαν με το στόμα ανοικτό. Έχω την εντύπωση ότι η ταινία αυτή σπάει τον πάγο μεταξύ οθόνης και κόσμου και γεμίζει το μεσοδιάστημα με συναίσθημα. Η ταινία είναι ειλικρινής με τον κόσμο από το πρώτο καρέ. Και αυτό είναι πιο σπουδαίο πράγμα από απλώς μια γεμάτη αίθουσα. Νομίζω ότι η επιτυχία της ‘’Νορβηγίας’’ είναι ότι βρήκε τον κόσμο της και ο κόσμος της βρήκε μια ταινία που είχε να του πει κάτι.

Ο Ζανό έχει μια πραγματική ελευθερία και εφηβικότητα σαν ήρωας, μακριά από ‘’κατασκευασμένους ήρωες’’ άλλων ταινιών και κινηματογραφιών.

Πολύ ευχάριστο αυτό που μου λέτε, το ακούω με ικανοποίηση να μου το λένε αυτό νέα παιδιά σαν εσάς διότι εγώ τη θεωρώ απελευθερωτική ταινία. Πάντως, ο Ζανό είναι απελευθερωτικός, χωρίς να είναι αλαζόνας. Δεν την ‘’πουλάει’’ την ελευθερία του αυτή, δεν τη διαλαλεί ούτε τη διδάσκει αλλά την έχει. Κι αυτή ήταν μια κατάσταση ενός κόσμου πιο παλιού στην Ελλάδα, τις δεκαετίες του ’60, ’70, ’80. Μετά προς το ’90 άρχισε να χάνεται.

Κάποιοι βλέπουν την ταινία σαν μια καλτ κωμωδία. Εσύ στη διάρκεια της προετοιμασίας πώς την είδες;

Εγώ δεν την είδα σαν κάτι. Αυτά είναι τρόποι να πλησιάσεις ένα έργο εκ των υστέρων. Όταν κάνεις κάτι, μπορεί να έχεις μια γενική κατεύθυνση αλλά αυτό δεν υπάρχει σαν παίξιμο. Στην ταινία υπάρχει ένας υπερρεαλισμός, ένας ρεαλισμός, ένα φανταστικό, υπάρχει μια πραγματικότητα, ένας ρομαντισμός, υπάρχουν όλα. Δοκιμάζαμε κάποια πράγματα στα γυρίσματα και ο Βεσλεμές κράτησε αυτά που τον ικανοποιούσαν για το τελικό του αποτέλεσμα.

Περισσότερο στην ταινία μας άρεσε η κινησιολογία σου. Σε κάποιες σκηνές αυτή η κίνηση μας θύμισε παλιά ελληνική κωμωδία. Ο Ζανό σαν ρόλος ήταν κάτι διαφορετικό από τις ερμηνείες σου σε ταινίες του Οικονομίδη.

Ήταν ένας πρωτόγνωρος ήρωας. Έπαιξα λίγο πιο μακριά από τους ήρωες του Γραμματικού και του Οικονομίδη αλλά είναι κι αλλιώτικη εποχή. Αυτή την εποχή μας ζητάν και κάτι άλλο. Έχω την εντύπωση ότι η ’’Νορβηγία’’ κάνει μια πρόταση για ένα άλλου είδους σινεμά. Δεν σημαίνει όμως ότι όλες οι ταινίες πρέπει να γίνονται με αυτό τον τρόπο, να έχουν τον ίδιο χαρακτήρα. Αλλά γιατί να μην το δοκιμάσουμε κι αυτό; Είναι απελευθερωτικό και για τον ηθοποιό και για τον ίδιο το θεατή, φυσικά. Αν με ρώταγες πώς θα έκανα την ταινία θα σου έλεγα ότι αν με άφηνε ο σκηνοθέτης θα την έκανα γης μαδιάμ. Κάτι ακόμα πιο απελευθερωτικό.

Έχεις σκεφτεί το ενδεχόμενο κάποιου sequel;

Πραγματικά, αυτό δεν ξέρω εάν θα γίνει. Εγώ θα ήμουν χαρούμενος άμα έκανα κάτι τέτοιο. Όμως ούτε θα πρέπει να σε παρασύρει κι η επιτυχία μιας ταινίας και να το δένεις σκοινί-κορδόνι. Το κάθε πράγμα αξίζει γι’ αυτό που είναι. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να έρθεις με κάτι συμπληρωματικό σε αυτό και να τα διαλύσεις όλα. Εγώ είμαι φουλ διατεθειμένος και το ‘’βλέπω’’ από τώρα πώς θα μπορούσε αυτό το πράγμα να γίνει.

Η ταινία μιλά για το παρελθόν, όμως γιατί οι άνθρωποι ανατρέχουν τόσο συχνά στο παρελθόν;

Ο,τι κι αν πω πάνω σ’αυτό θα ακουστεί μπανάλ. Από το γεγονός και μόνο ότι πιθανώς το τώρα να μη σου δίνει χοντρές ενέσεις για να πεις κάτι μέχρι το ότι έχει ξενερώσει το πράγμα και ψάχνεις να βρεις τη φαντασία σου στα προηγούμενα, μέχρι ότι πατάς εκεί για να πας παρακάτω ή ότι το τότε ήταν όμορφο και το τώρα άσχημο. Αυτό μας αφορά όλους. Όλοι ανατρέχουν, εξιδανικεύουν τα γεγονότα. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε το ‘’τώρα’’ στο βάθος του μύθου. Λείπει το πολύ ‘’παραμύθι’’ από το τώρα οπότε κάπου πρέπει να το βρεις. Θα το βρεις πολύ μπροστά ή πολύ πίσω. Νομίζω ότι το παρελθόν είναι μια βαλίτσα που είναι γεμάτη πράγματα που μπορούν να σε εκπλήξουν-παρότι ξέρεις ακριβώς τι είναι εκεί μέσα.

Για το Γιάννη Οικονομίδη

Ο Γ.Οικονομίδης συχνά ζητάει από τους ηθοποιούς να βρουν το χαρακτήρα που πρόκειται να ενσαρκώσουν μέσα τους. Πολλοί ηθοποιοί έχουν οδηγηθεί σε σκοτεινά μονοπάτια του εαυτού τους. Εσύ έχεις τρομάξει όταν σου ζήτησε να βρεις μέσα σου το Στράτο για το ‘’Μικρό ψάρι’’;

Δεν ξέρω αν έχω τρομάξει αλλά όντως με πήγε ένα ταξίδι βαθύ. Και αυτό ισχύει και για τους τρεις ρόλους που έχω κάνει στον Οικονομίδη -ο καθένας διαφορετικά και από την πλευρά του φυσικά. Αλλά σε κάποια στιγμή μπορεί να ξεφύγεις, θα περάσεις από πολύ σκοτεινούς δρόμους, όντως. Είναι ο τρόπος που ο Οικονομίδης θέλει να κάνει τις ταινίες του. Δεν τον απασχολεί τόσο ο ρεαλισμός, όσο η φυσικότητα των πραγμάτων. Δηλαδή, ο ήρωας τον οποίο παίζεις υπάρχει κάπου εκεί έξω ή τουλάχιστον κάπου στο πανί. Γιατί, αν δεν υπάρχει έχεις θέμα με το Γιάννη. Δεν μπορείς να πεις ‘’θα πάω στο γύρισμα και θα το βρω’’.

Για τις ταινίες μικρού μήκους: ‘’Κάθε ηθοποιός, όσο ‘’μεγάλος’’ κι αν είναι, πρέπει να δουλέψει σε κάποια ταινία μικρού μήκους. Γιατί είναι ένας άλλος κόσμος, στον οποίο δουλεύουν νέοι άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν έχοντας τα δικά τους όνειρα.’’

H συνέντευξη δόθηκε στους Χριστίνα Καλογεροπούλου και Πάνο Λιάκο και πρωτοδημοσιεύτηκε στο flust.gr