(Από τον Πάνο Λιάκο)
Πέντε χρόνια μετά το θρίαμβό του με την ταινία 12 χρόνια σκλάβος που του χάρισε και Όσκαρ καλύτερης ταινίας, ο Στιβ ΜακΚουήν επανέρχεται βάζοντας τη σκηνοθετική του υπογραφή σε ένα έργο που βασίζεται σε μια μίνι τηλεοπτική σειρά της Λίντα Λα Πλάντε από το 1983. Ως εκ τούτου, το σενάριο εκ διασκευής των σύγχρονων Χήρων υπογράφει ο ΜακΚουήν μαζί με τη Τζίλιαν Φλιν, συγγραφέα του βιβλίου αλλά και του σεναρίου του Gone Girl που πριν από τέσσερα χρόνια παρακολουθούσαμε στην τσίτα.
Πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο σενάριο που εστιάζει τελικά την προσοχή του θεατή σε τέσσερις γυναίκες που μένουν χήρες έπειτα από την τελευταία αποτυχημένη απόπειρα ληστείας των ανδρών τους. Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία αυτού του σεναρίου είναι το γεγονός ότι δεν διαθέτει πάντα γραμμική αφήγηση, ανακατεύει τα είδη (ψυχολογικό δράμα, πολιτικό θρίλερ, heist movie με τη ζυγαριά να γέρνει ελαφρώς υπέρ του δράματος) και όμως με ευκολία μπαίνει από τη μια ιστορία στην άλλη. Διότι δεν είναι μονάχα αυτές οι γυναίκες που πρέπει να βρουν τη δύναμη να συνεχίσουν την τελευταία δουλειά των ανδρών τους αλλά σταδιακά μαθαίνουμε πώς μπλέκεται και η διαφθορά των πολιτικών- είτε λευκών (Κόλιν Φάρελ και Ρόμπερτ Ντυβάλ φτιάχνουν ένα δυνατό ζευγάρι πατέρα και γιου) είτε μαύρων, ενίοτε και της εκκλησίας- μέσα σε όλο αυτό.
Μπροστάρισσα αυτής της γυναικείας αποστολής αναλαμβάνει η σύζυγος του εκλιπόντος αρχηγού (σε αυτό τον υποστηρικτικό ανδρικό ρόλο ο Λίαμ Νίσον) που έχει τη μορφή της Βαιόλα Ντέιβις. Προτού προχωρήσουμε σε άλλη μια εξύμνηση αυτής της σπάνιας ηθοποιού, θα πρέπει οπωσδήποτε να καταθέσουμε ότι και οι υπόλοιπες γυναίκες που την πλαισιώνουν δεν φαίνονται καθόλου κατώτερες ερμηνευτικά- η κάθε μια έχει προσεχθεί στην εντέλεια από το σενάριο και έτσι όλες διαθέτουν τις μεγάλες σκηνές τους. Χαίρεσαι πραγματικά να βλέπεις το είδωλό σου από τις περιπέτειες που παρακολουθούσες στα εφηβικά σου χρόνια, Μισέλ Ροντρίγκεζ, σε μια δραματική ερμηνεία που περνά από το θρήνο στη γυναικεία καπατσοσύνη (η σκηνή της κατά τη γνώμη μας είναι εκείνη όπου υποκρίνεται τη θλιμμένη χήρα για να αποσπάσει μια πληροφορία για την επιχείρηση που στήνουν αλλά τα δάκρυα ίσως κάπου στο βάθος και να μην είναι τόσο κροκοδείλια). Το ίδιο θαυμάζεις το ρόλο της Ελίζαμπεθ Ντεμπίτσκι όπου μέσα από όλη αυτή την περιπέτεια θα καταφέρει να βρει τον εαυτό της και να ξεπεράσει τις αδυναμίες της (η τελευταία της σκηνή με τον εραστή!).
Ξεχωριστή αναφορά για τη Βαιόλα Ντέιβις. Όπως όλοι οι ηθοποιοί που έχουν τελειοποιήσει τα εκφραστικά τους μέσα, έτσι κι αυτή κινείται με λιτότητα και χειρουργική ακρίβεια από το ένα συναίσθημα που πρέπει να αποδώσει στο άλλο διατηρώντας όμως καθ' όλη τη διάρκεια του έργου μια σοβαρή μάσκα στο πρόσωπό της. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε το παρελθόν αυτής της ηρωίδας όπως αυτό προκύπτει από το σενάριο φυσικά. Έχει χάσει άνδρα, σε ένα εξαίσιο φλας μπακ (λέγε με σενάριο που υπαγορεύει και μοντάζ) μαθαίνουμε ότι έχει χάσει και γιο ενώ πρέπει να δειχθεί σκληροτράχηλη ως αρχηγός της γυναικείας συμμορίας... προτού μας δώσει εκείνη την πολύ όμορφη σκηνή αληθινού γέλιου, γέλιου από καρδιάς, στο τελευταίο πλάνο της ταινίας που δηλώνει και την αλλαγή στην ψυχική διάθεση της (αριστοτελικής εν τέλει) ηρωίδας.
Από το υπόλοιπο καστ θα ξεχωρίζαμε στα σίγουρα το Ντάνιελ Καλούα. Πέρυσι τον είδαμε στη πεντάδα της Ακαδημίας για το Όσκαρ του Πρώτου Ανδρικού ρόλου (με αφορμή την ερμηνεία του στο Get Out). Σχετικά με τη φετινή χρονιά πιστεύουμε ότι η ερμηνεία του στις Χήρες δεν θα περάσει απαρατήρητη από τα μέλη της Ακαδημίας-άσχετα με το εάν θα καταλήξει στη πεντάδα. Αυτή τη φορά πρόκειται για έναν υποστηρικτικό ανδρικό ρόλο. Εδώ ο Καλούα είναι ένας από τους κακούς της υπόθεσης, εκτελεστής μεγάλου (πολιτικού) αφεντικού επί της ουσίας. Ήδη από την πρώτη του σκηνή- που είναι ένα βλέμμα γεμάτο σεξουαλική ένταση προς τη γραμματέα του Κόλιν Φάρελ- ο ταλαντούχος ηθοποιός μας δίνει να καταλάβουμε σαφέστατα το ποιόν αυτού του χαρακτήρα. Κι από εκεί και πέρα υπάρχουν και άλλες τρομακτικές σκηνές του, όπως η εκτέλεση δύο έγχρωμων αφού πρώτα τους βάλει να τραγουδήσουν ξανά το ραπ σκοπό που τραγουδούσαν στην αρχή της σεκάνς. Εδώ- για να παρατηρούμε και πώς φτιάχνεται το σινεμά- να δείτε πώς συντονίζονται σενάριο-κινήσεις της κάμερας και ήχος δημιουργώντας ακόμα περισσότερο σασπένς...